Όλοι κάνουν την ίδια δουλειά ή μήπως όχι;
από την ψυχολόγο-ψυχοθεραπεύτρια Έφη Ταμπουρά
Υπάρχει –
δικαιολογημένα – μια σύγχυση σχετικά με το τι ακριβώς κάνει ο κάθε ειδικός της ψυχικής υγείας. Όλοι σίγουρα ασχολούνται
με τα προβλήματα της ψυχικής υγείας του ανθρώπου αλλά από εκεί και πέρα; Γενικά
θα λέγαμε ότι ο καθένας έχει διαφορετικό εκπαιδευτικό υπόβαθρο, χρησιμοποιεί
διαφορετική τεχνική και βλέπει τα πράγματα από διαφορετική οπτική γωνιά.
Συγκεκριμένα ο
ψυχίατρος
είναι γιατρός. Έχει πτυχίο ιατρικής
(6 χρόνια) και έχει ειδικευτεί στην ψυχιατρική (5 χρόνια). Θα ακούσει το
πρόβλημα, θα αναλύσει τα συμπτώματα, θα κάνει τη διάγνωση και θα χορηγήσει
κάποια φαρμακευτική αγωγή. Ουσιαστικά αντιμετωπίζει
το σύμπτωμα π.χ. άγχος και όχι την αιτία που το δημιουργεί. Σε βαριές ψυχιατρικές διαταραχές όμως
(π.χ. σχιζοφρένεια, παρανοειδής προσωπικότητα κλπ), είναι απαραίτητη η ψυχιατρική παρακολούθηση και η χορήγηση φαρμάκων.
Ο ψυχολόγος
έχει πτυχίο ψυχολογίας (4 χρόνια)
και πιθανότατα κατέχει και κάποιον μεταπτυχιακό τίτλο π.χ. στη συμβουλευτική
ψυχολογία (συμβουλευτικός ψυχολόγος), στην κλινική ψυχολογία (κλινικός
ψυχολόγος) κλπ. Η φοίτηση σε κάποιο μεταπτυχιακό διαρκεί από 2 μέχρι 5 εξάμηνα
ανάλογα το μεταπτυχιακό. Η επιστημονική του κατάρτιση τον καθιστά γνώστη της ψυχοπαθολογίας του ανθρώπου,
όχι όμως και ψυχοθεραπευτή. Δεν
είναι καταρτισμένος να κάνει μια θεραπεία σε βάθος. Η δουλειά του είναι διαγνωστική, συμβουλευτική, προωθώντας την αυτογνωσία
και τη συνειδητοποίηση της στάσης ζωής.
Ο ψυχαναλυτής
και ο ψυχοθεραπευτής θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάνουν και οι δύο την
ίδια δουλειά. Αυτό που διαφέρει είναι η σχολή
στην οποία έχει εκπαιδευτεί ο καθένας και κατ’ επέκταση η τεχνική που χρησιμοποιεί στην θεραπεία. Συγκεκριμένα βασική
προϋπόθεση για να εκπαιδευτείς στην ψυχανάλυση ή σε κάποια ψυχοθεραπευτική
μέθοδο είναι να έχεις αποκτήσει πρώτα είτε πτυχίο ιατρικής (κυρίως στην
ειδικότητα της ψυχιατρικής) ή πτυχίο σε σχολή του χώρου της ψυχικής υγείας και
των επιστημών του ανθρώπου (συνήθως ψυχολογίας). Η εκπαίδευση (ανάλογα με τη
σχολή) διαρκεί 4 – 6 χρόνια.
Η ψυχανάλυση
ιδρύθηκε από το νευρολόγο S.Freud στην προσπάθειά του να βρει νέους τρόπους θεραπείας σε
κάποια προβλήματα ασθενών του, τα οποία όμως δεν είχαν οργανική αιτία. Στην
κλασική ψυχανάλυση οι συνεδρίες διαρκούν
45-60 λεπτά και γίνονται κατά μέσο όρο 3 φορές την εβδομάδα, ανάλογα με το θέμα
του κάθε αναλυόμενου. Είναι μια διαδικασία που διαρκεί αρκετά χρόνια.
Οι συνεργάτες
και συνεχιστές του Freud,
όπως για παράδειγμα Jung,
Adler, Reich, Klein κ.α., συμφώνησαν
ή διαφώνησαν με κάποια σημεία της θεωρίας του, την εξέλιξαν και αναζήτησαν
νέους τρόπους ερμηνείας και αντιμετώπισης των ψυχικών προβλημάτων,
δημιουργώντας ο καθένας τη “σχολή” του και κατ’ επέκταση τη δική του τεχνική.
Τότε μιλάμε για κλασική ψυχανάλυση αλλά ψυχαναλυτικά
προσανατολισμένες ψυχοθεραπείες ή αλλιώς “εν τω βάθει” ψυχοθεραπείες. Και η ψυχανάλυση και αυτού του τύπου οι ψυχοθεραπείες πηγαίνουν πέρα από τη συνειδητοποίηση και την αυτογνωσία. Ανακαλύπτεις υποσυνείδητα
κίνητρα, ανάγκες, προσδοκίες, φόβους και πεποιθήσεις τα οποία καθόριζαν τη ζωή σου χωρίς να το καταλαβαίνεις
και ανακαλύπτεις νέους λειτουργικούς
τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς, χωρίς απαραίτητα να έχουν αλλάξει οι
συνθήκες ζωής σου. Η ψυχοθεραπεία εστιάζει και στην παρούσα κατάσταση, αλλά ο απώτερος στόχος είναι η εύρεση της βαθύτερης αιτίας των προβλημάτων, η “επούλωση” των ψυχικών τραυμάτων, η αλλαγή της στάσης ζωής έτσι ώστε καταστάσεις ή
άνθρωποι που σε μπλόκαραν και σε επηρέαζαν αρνητικά στο παρελθόν, να
αντιμετωπίζονται με πιο λειτουργικούς για σένα τρόπους. Γίνεται θεραπευτική
δουλειά με ολόκληρη τη δομή του
χαρακτήρα και όχι με τα μεμονωμένα συμπτώματα.
Συνειδητοποιείς καλύτερα τη σχέση ανάμεσα στον τρόπο που σκέπτεσαι, που
αισθάνεσαι και που συμπεριφέρεσαι. Η διάρκεια
των συνεδριών είναι επίσης 45-60 λεπτά 1 φορά την εβδομάδα (κάποιες φορές 2
φορές την εβδομάδα για λίγο διάστημα, συνήθως στην αρχή της θεραπείας, όταν το
άτομο είναι πολύ φορτισμένο συναισθηματικά). Μια ψυχοθεραπεία του βάθους διαρκεί
από μερικούς μήνες μέχρι χρόνια – όχι τόσα όμως όπως η κλασική ψυχανάλυση –
ανάλογα με το θέμα του ατόμου.
Υπάρχουν επίσης και οι μεταγενέστερες μορφές ψυχοθεραπείας με σημαντικότερες την ψυχοθεραπεία
gestalt, τη συστημική
ψυχοθεραπεία και τη γνωσιακή-συμπεριφορική
ψυχοθεραπεία. Δεν ασχολούνται τόσο με το παρελθόν και τα παιδικά τραύματα,
αλλά επικεντρώνονται περισσότερο στο
παρόν και στην αλλαγή των μη λειτουργικών συμπεριφορών. Η διάρκειά τους
ποικίλει, π.χ. η γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία διαρκεί λίγους μήνες, η gestalt από λίγους μήνες
μέχρι κάποια χρόνια, ανάλογα με το αίτημα του θεραπευόμενου, κλπ.
Ουσιαστικά
ψυχαναλυτής λέγεται αυτός που έχει εκπαιδευτεί στην κλασική (φροϋδική)
ψυχανάλυση και ψυχοθεραπευτής αυτός που έχει εκπαιδευτεί σε κάποια από τις
υπόλοιπες ψυχοθεραπείες (ψυχοδυναμικού τύπου ή μη).
Η διαδικασία
αυτογνωσίας, συμβουλευτικής και ψυχανάλυσης-ψυχοθεραπείας απευθύνεται σε
ανθρώπους οι οποίοι δεν πάσχουν από
βαριές ψυχικές διαταραχές (π.χ. σχιζοφρένεια). Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να
έχει το άτομο επαφή με την πραγματικότητα, να έχει ένα συγκροτημένο Εγώ. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια παραισθήσεων δεν είναι εφικτό
να μπορέσουμε να κάνουμε μία θεραπεία μέσω λόγου. Χρειάζεται παράλληλη φαρμακοθεραπεία, και αυτό είναι δουλειά του
ψυχιάτρου, να "κατευναστούν" τα ψυχωτικά συμπτώματα. Τότε μόνο μπορεί να συνδυαστεί με μια υποστηρικτική ψυχοθεραπεία.
Βασικό στοιχείο στην ψυχανάλυση και σε
αρκετές σχολές ψυχοθεραπείας είναι η προσωπική
θεραπεία του θεραπευτή. Κάτι που δεν ισχύει για τους ψυχιάτρους και τους
ψυχολόγους. Είναι υποχρεωμένος ο
εκπαιδευόμενος ψυχαναλυτής/ψυχοθεραπευτής να κάνει ο ίδιος
ψυχανάλυση/ψυχοθεραπεία. Οφείλει να έχει λύσει τα δικά του θέματα πριν
ασχοληθεί με τα θέματα του άλλου. Εάν δεν
γνωρίζει κάποια πράγματα για τον
εαυτό του είναι πάρα πολύ εύκολο να “μπλέξει”
χωρίς να το καταλάβει τα δικά του
προβλήματα με τα προβλήματα του θεραπευόμενου,
να μπλοκάρει η θεραπεία και να μην
οδηγείται πουθενά. Ρίχνοντας μια ματιά
ο καθένας στο περιβάλλον που μεγάλωσε και βλέποντας τα ψυχικά θέματα και “κολλήματα”
– μικρά ή μεγάλα – που μπορεί να είχαν οι γονείς, δάσκαλοι, φίλοι μας θα δούμε
πόσο μας έχουν – λίγο ή πολύ – επηρεάσει. Ο θεραπευτής μεγάλωσε άραγε σε ένα ιδανικό περιβάλλον; Ή μήπως η γνώση
που απέκτησε από τα βιβλία τον καθιστά αυτόματα ψυχικά υγιή; Η γνώση των
βιβλίων είναι καλή για να κάνεις το πρώτο
βήμα όχι όμως να φτάσεις στο τέρμα. Πολύ απλά: για να δείξεις τον δρόμο σε έναν άνθρωπο θα πρέπει πρώτα να τον έχεις βρει εσύ ο/η ίδιος/α.
Ποια μορφή ψυχοθεραπείας θα επιλέξει ο καθένας για τον
εαυτό του είναι καθαρά θέμα υποκειμενικό.
Τον σημαντικότερο ρόλο όμως παίζει η
προσωπικότητα του θεραπευτή. Καταλαβαίνεις από τις πρώτες
συνεδρίες αν σου ταιριάζει ο θεραπευτής και η προσέγγισή του/της ή όχι. Θα πρέπει
να νιώθεις καλά και άνετα μαζί
του/της.
Μην εντυπωσιάζεσαι από
ακριβά γραφεία ή από τις όποιες καλές δημόσιες σχέσεις μπορεί να έχει ο
θεραπευτής και αμελήσεις άλλα πιο ουσιώδη.
Δεν είναι κακό να ρωτήσεις για τις σπουδές
ή την ψυχοθεραπευτική προσέγγιση
στην οποία έχει εκπαιδευτεί ή αν έχει κάνει ο ίδιος θεραπεία.
Ακολούθησε τη διαίσθησή σου…ξέρει
καλύτερα!